- συγκολλώμαι
- συγκολλώμαι, συγκολλήθηκα, συγκολλημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν … Dictionary of Greek
περιστεγνώ — όω, Α [στεγνώ] 1. στεγνώνω κάτι ολόγυρα 2. παθ. περιστεγνοῡμαι, όομαι (για σωλήνα) συγκολλώμαι από παντού … Dictionary of Greek
συγκολλώ — συγκολλῶ, άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [κολλῶ] συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους αρχ. 1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ… … Dictionary of Greek